- σύμπασαν
- σύμπᾱσαν , σύμπαςall togetherfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακεστικός — ἀκεστικός, ή, όν (Α) [ἀκεστός] 1. αυτός που είναι κατάλληλος να γιατρέψει ή να επιδιορθώσει 2. ἡ ἀκεστικὴ (ενν. τέχνη) η τέχνη τού θεραπευτή, τού γιατρού 3. η τέχνη εκείνου που επιδιορθώνει σκισμένα ενδύματα «κναφευτικὴν σύμπασαν καὶ τὴν… … Dictionary of Greek
κεφαλαιώνω — (Α κεφαλαιῶ, όω, Μ κεφαλαιώνω) [κεφάλαιο] αναφέρω ή εκθέτω συνοπτικά κάτι, επαναλαμβάνω περιληπτικά, ανακεφαλαιώνω, συγκεφαλαιώνω («κεφαλαιώσαντες πρὸς τοὺς ξύμπαντας τὰς διαγνώμας ποιήσησθε», Θουκ.) νεοελλ. συγκεντρώνω χρήματα για σχηματισμό… … Dictionary of Greek
υποκλύζω — ὑποκλύζω ΝΜΑ κάνω κλύσμα, καθαρίζω τον εντερικό σωλήνα με κλύσμα («τὴν κοιλίην ὑποκλύζειν», Αρέτ.) μσν. αρχ. πλημμυρίζω, ξεχειλίζω («πόντος ὑποκλύζει χθονὸς ἕδρανα», Παύλ. Σιλ.) αρχ. 1. (με αιτ.) υποσκάπτω, υπονομεύω («τὴν σύμπασαν ὑποκλύζειν… … Dictionary of Greek